Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μιασματικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μιασματικ
ός
η
μιασματικ
ή
το
μιασματικ
ό
γενική
του
μιασματικ
ού
της
μιασματικ
ής
του
μιασματικ
ού
αιτιατική
τον
μιασματικ
ό
τη
μιασματικ
ή
το
μιασματικ
ό
κλητική
μιασματικ
έ
μιασματικ
ή
μιασματικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μιασματικ
οί
οι
μιασματικ
ές
τα
μιασματικ
ά
γενική
των
μιασματικ
ών
των
μιασματικ
ών
των
μιασματικ
ών
αιτιατική
τους
μιασματικ
ούς
τις
μιασματικ
ές
τα
μιασματικ
ά
κλητική
μιασματικ
οί
μιασματικ
ές
μιασματικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μιασματικός
<
μίασμα
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
μιασματικός
που έχει
σχέση
με το
μίασμα
ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά
επεξεργασία
μιασματικότητα
→
δείτε
τις λέξεις
μίασμα
και
μιαίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μιασματικός