↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδενοπάθεια οι αδενοπάθειες
      γενική της αδενοπάθειας των αδενοπαθειών
    αιτιατική την αδενοπάθεια τις αδενοπάθειες
     κλητική αδενοπάθεια αδενοπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αδενοπάθεια < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική adénopathie < αρχαία ελληνική ἀδήν + -πάθεια (< πάσχω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αδενοπάθεια θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία