Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκληροπυρηνικός η σκληροπυρηνική το σκληροπυρηνικό
      γενική του σκληροπυρηνικού της σκληροπυρηνικής του σκληροπυρηνικού
    αιτιατική τον σκληροπυρηνικό τη σκληροπυρηνική το σκληροπυρηνικό
     κλητική σκληροπυρηνικέ σκληροπυρηνική σκληροπυρηνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκληροπυρηνικοί οι σκληροπυρηνικές τα σκληροπυρηνικά
      γενική των σκληροπυρηνικών των σκληροπυρηνικών των σκληροπυρηνικών
    αιτιατική τους σκληροπυρηνικούς τις σκληροπυρηνικές τα σκληροπυρηνικά
     κλητική σκληροπυρηνικοί σκληροπυρηνικές σκληροπυρηνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκληροπυρηνικός < σκληρός + πυρήνας + -ικος

  Επίθετο επεξεργασία

σκληροπυρηνικός, -ή, -ό

  1. (για πρόσωπο) που ανήκει στον σκληρό πυρήνα οργάνωσης, κόμματος κ.τ.λ και δεν δέχεται την παραμικρή απόκλιση από τις επίσημες θέσεις αυτής της οργάνωσης
  2. αδιάλλακτος
    έχει σκληροπυρηνικές απόψεις

  Μεταφράσεις επεξεργασία