νιόγαμπρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νιόγαμπρος < μεσαιωνική ελληνική νεόγαμβρος < αρχαία ελληνική νέος + γαμβρός
Ουσιαστικό επεξεργασία
νιόγαμπρος αρσενικό
- (λαϊκότροπο) ο νεόνυμφος, ο νιόπαντρος
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νιόγαμπρος
|