• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

νιόνυφη

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Δείτε επίσης
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νιόνυφα οι νιόνυφες
      γενική της νιόνυφας των νιόνυφων
    αιτιατική τη νιόνυφα τις νιόνυφες
     κλητική νιόνυφα νιόνυφες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νιόνυφη < ελληνιστική κοινή νεόνυμφη < αρχαία ελληνική νέος + νύμφη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νιόνυφη θηλυκό

  • (λαϊκότροπο) η νεόνυμφη, η νιόπαντρη

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • νιόγαμπρος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
    νιόνυφη
  • → δείτε τη λέξη νιόπαντρη
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=νιόνυφη&oldid=5637260"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Δεκεμβρίου 2022, στις 06:09

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Δεκεμβρίου 2022, στις 06:09.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας