γαμωσταυρίδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γαμωσταυρίδι | τα | γαμωσταυρίδια |
γενική | του | γαμωσταυριδιού | των | γαμωσταυριδιών |
αιτιατική | το | γαμωσταυρίδι | τα | γαμωσταυρίδια |
κλητική | γαμωσταυρίδι | γαμωσταυρίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον πληθυντικό. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣa.mo.staˈvɾi.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐μω‐σταυ‐ρί‐δι
Ουσιαστικό επεξεργασία
γαμωσταυρίδι ουδέτερο, συνήθως στον πληθυντικό
- (προφορικό, ανεπίσημο) προσβολή των θείων με χυδαιολογίες
Μεταφράσεις επεξεργασία
γαμωσταυρίδι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ γαμωσταυρίδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας