σώγαμπρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασώγαμπρος αρσενικό
- παντρεμένος άντρας ο οποίος μένει με τη γυναίκα του και τα πεθερικά του στο σπίτι τους
Μεταφράσεις
επεξεργασία σώγαμπρος
|
σώγαμπρος αρσενικό
|