Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
screw screws

screw (en)

  1. βίδα
    υπώνυμα: thumbscrew
  2. (ναυτικός όρος) η προπέλα ενός πλοίου

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας screw
γ΄ ενικό ενεστώτα screws
αόριστος screwed
παθητική μετοχή screwed
ενεργητική μετοχή screwing

screw (en)

  1. βιδώνω
  2. (χυδαίο) πηδάω
  3. (οικείο) ξεγελώ, απατώ

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • screw - Oxford Learner's Dictionaries
  • screw - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)