Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
screw screws

screw (en)

  1. η βίδα
    ⮡  The screw is loose.
    Η βίδα είναι λάσκα.
    υπώνυμα: thumbscrew
  2. (ναυτικός όρος) η προπέλα ενός πλοίου
ενεστώτας screw
γ΄ ενικό ενεστώτα screws
αόριστος screwed
παθητική μετοχή screwed
ενεργητική μετοχή screwing

screw (en)

  1. (μεταβατικό) βιδώνω, μπήγω τη βίδα περιστρέφοντάς την για να συνδέσω, να στερεώσω ή να συναρμολογήσω κάτι
    ⮡  You didn’t screw (in) the bolts well and they came loose.
    Δε βίδωσες καλά τα μπουλόνια και ξεσφίχτηκαν.
    ⮡  The seats were screwed to the floor.
    Τα καθίσματα ήταν βιδωμένα στο πάτωμα.
  2. (μεταβατικό) βιδώνω, προσαρμόζω, συνδέω κτ. στρέφοντάς το όπως τη βίδα
    ⮡  You screwed the cap of the gas can well.
    Βίδωσες καλά το καπάκι του δοχείου της βενζίνας.
  3. (μεταβατικό, αργκό) ξεγελώ, απατώ
    ⮡  He screwed her out of her money.
    Την ξεγέλασε και της πήρε τα λεφτά.
  4. (μεταβατικό & αμετάβατο, χυδαίο, αργκό) πηδάω
    ⮡  He screws his secretary.
    Πηδάει τη γραμματέα του.

Δείτε επίσης

επεξεργασία