screw
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
screw | screws |
screw (en)
- η βίδα
- ↪ The screw is loose.
- Η βίδα είναι λάσκα.
- υπώνυμα: thumbscrew
- ↪ The screw is loose.
- (ναυτικός όρος) η προπέλα ενός πλοίου
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | screw |
γ΄ ενικό ενεστώτα | screws |
αόριστος | screwed |
παθητική μετοχή | screwed |
ενεργητική μετοχή | screwing |
screw (en)
- (μεταβατικό) βιδώνω, μπήγω τη βίδα περιστρέφοντάς την για να συνδέσω, να στερεώσω ή να συναρμολογήσω κάτι
- ↪ You didn’t screw (in) the bolts well and they came loose.
- Δε βίδωσες καλά τα μπουλόνια και ξεσφίχτηκαν.
- ↪ The seats were screwed to the floor.
- Τα καθίσματα ήταν βιδωμένα στο πάτωμα.
- ↪ You didn’t screw (in) the bolts well and they came loose.
- (μεταβατικό) βιδώνω, προσαρμόζω, συνδέω κτ. στρέφοντάς το όπως τη βίδα
- ↪ You screwed the cap of the gas can well.
- Βίδωσες καλά το καπάκι του δοχείου της βενζίνας.
- ↪ You screwed the cap of the gas can well.
- (μεταβατικό, αργκό) ξεγελώ, απατώ
- ↪ He screwed her out of her money.
- Την ξεγέλασε και της πήρε τα λεφτά.
- ↪ He screwed her out of her money.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, χυδαίο, αργκό) πηδάω
- ↪ He screws his secretary.
- Πηδάει τη γραμματέα του.
- ↪ He screws his secretary.