χειρόβιδες

  Ετυμολογία

επεξεργασία
thumbscrew < thumb + screw

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
thumbscrew thumbscrews

thumbscrew (en)

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Υπερώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία