• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

προπέλα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συνώνυμα
      • 1.3.2 Συγγενικά
      • 1.3.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προπέλα οι προπέλες
      γενική της προπέλας των προπελών
    αιτιατική την προπέλα τις προπέλες
     κλητική προπέλα προπέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
1. προπέλα αμερικανικού πολεμικού πλοίου σε δοκιμές

Ετυμολογία

επεξεργασία
προπέλα < (άμεσο δάνειο) αγγλική propeller < propel +‎ -er < λατινική propello < pro + pello

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾoˈpe.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐πέ‐λα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

προπέλα θηλυκό

  1. ο έλικας ενός μηχανοκίνητου πλοίου
  2. (παρωχημένο) (ειρωνικό) παπιγιόν

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • έλικα
  • έλικας

Συγγενικά

επεξεργασία
  • προπελάς

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    προπέλα
  • αγγλικά : propeller (en), screw (en)
  • γαλλικά : hélice (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=προπέλα&oldid=5572096"
Τελευταία επεξεργασία στις 9 Ιουλίου 2022, στις 14:48

Γλώσσες

    • Français
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 9 Ιουλίου 2022, στις 14:48.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας