Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προπέλα οι προπέλες
      γενική της προπέλας των προπελών
    αιτιατική την προπέλα τις προπέλες
     κλητική προπέλα προπέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
1. προπέλα αμερικανικού πολεμικού πλοίου σε δοκιμές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προπέλα < (άμεσο δάνειο) αγγλική propeller < propel +‎ -er < λατινική propello < pro + pello

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾoˈpe.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐πέ‐λα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προπέλα θηλυκό

  1. ο έλικας ενός μηχανοκίνητου πλοίου
  2. (παρωχημένο) (ειρωνικό) παπιγιόν

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία