propeller
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
propeller | propellers |
Ετυμολογία επεξεργασία
- propeller < propel + -(l)er
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: προπέλα
Ουσιαστικό επεξεργασία
propeller (en)
- (ναυτικός όρος, αεροπορικός όρος) η προπέλα, ο έλικας πλοίου ή αεροπλάνου
- ↪ The nets were tangled in the propeller.
- Μπλέχτηκαν τα δίχτυα στην προπέλα.
- ↪ The nets were tangled in the propeller.