γαμικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γαμικός | η | γαμική | το | γαμικό |
γενική | του | γαμικού | της | γαμικής | του | γαμικού |
αιτιατική | τον | γαμικό | τη | γαμική | το | γαμικό |
κλητική | γαμικέ | γαμική | γαμικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γαμικοί | οι | γαμικές | τα | γαμικά |
γενική | των | γαμικών | των | γαμικών | των | γαμικών |
αιτιατική | τους | γαμικούς | τις | γαμικές | τα | γαμικά |
κλητική | γαμικοί | γαμικές | γαμικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γαμικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαγαμικός
- ο σχετικός με το γάμο
- ο σαρκικός, ο σχετικός με την ερωτική επαφή
Μεταφράσεις
επεξεργασία γαμικός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γαμικός < γάμος
Επίθετο
επεξεργασίαγαμικός, ή, όν
- ο σχετικός με το γάμο
- ο σαρκικός, ο σχετικός με την ερωτική επαφή