σύγαμπρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σύγαμπρος < (ελληνιστική κοινή) σύγγαμβρος < σύγ- + γαμβρός
Ουσιαστικό επεξεργασία
σύγαμπρος αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σύγαμπρος
σύγαμπρος αρσενικό