Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σύγαμπρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
σύγαμπρ
ος
οι
σύγαμπρ
οι
γενική
του
σύγαμπρ
ου
των
σύγαμπρ
ων
αιτιατική
τον
σύγαμπρ
ο
τους
σύγαμπρ
ους
κλητική
σύγαμπρ
ε
σύγαμπρ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σύγαμπρος
< (
ελληνιστική κοινή
)
σύγγαμβρος
<
σύγ-
+
γαμβρός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σύγαμπρος
αρσενικό
ο
καθένας
από
τους
συζύγους
δύο
γυναικών
αδερφών
Συνώνυμα
επεξεργασία
μπατζανάκης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σύγαμπρος
αγγλικά
:
brother-in-law
(en)
γαλλικά
:
beau-frère
(fr)