↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπατζανάκης οι μπατζανάκηδες
      γενική του μπατζανάκη των μπατζανάκηδων
    αιτιατική τον μπατζανάκη τους μπατζανάκηδες
     κλητική μπατζανάκη μπατζανάκηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπατζανάκης < (άμεσο δάνειο) τουρκική bacanak + -ης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπατζανάκης αρσενικό (θηλυκό μπατζανάκαινα και μπατζανάκισσα)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία