Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σύγγαμβρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
σύγγαμβρος
<
σύγ-
+
γαμβρός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σύγγαμβρος
αρσενικό
(
καθαρεύουσα
)
σύγαμπρος