Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

brother-in-law (en)

  1. γαμπρός, o σύζυγος της αδελφής μου
  2. κουνιάδος, ο αδελφός του/της συζύγου μου
  3. σύγγαμβρος, μπατζανάκης, ο σύζυγος της αδελφής του/της συζύγου μου