μπατζανάκαινα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπατζανάκαινα < μπατζανάκ(ης) + -αινα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπατζανάκαινα και μπατζανάκισσα θηλυκό
- (οικογένεια) η σύζυγος του αδερφού του συζύγου
- (οικογένεια) η σύζυγος του αδερφού της συζύγου
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
η σύζυγος του αδερφού του συζύγου
η σύζυγος του αδερφού της συζύγου