Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιγαμία οι επιγαμίες
      γενική της επιγαμίας των επιγαμιών
    αιτιατική την επιγαμία τις επιγαμίες
     κλητική επιγαμία επιγαμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιγαμία < αρχαία ελληνική ἐπιγαμία < ἐπίγαμος < ἐπί + γάμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιγαμία θηλυκό

  1. (νομικός όρος) η συγγένεια που προκύπτει εξ αγχιστείας, με τη σύναψη γάμου καθώς και η διαδικασία της σύναψης γάμου
  2. (νομικός όρος) η σύναψη γάμου μεταξύ ατόμων διαφορετικής κοινωνικής ή άλλης τάξης, ομάδας, φυλής κ.λπ.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία