έγγαμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έγγαμος | η | έγγαμη | το | έγγαμο |
γενική | του | έγγαμου | της | έγγαμης | του | έγγαμου |
αιτιατική | τον | έγγαμο | την | έγγαμη | το | έγγαμο |
κλητική | έγγαμε | έγγαμη | έγγαμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έγγαμοι | οι | έγγαμες | τα | έγγαμα |
γενική | των | έγγαμων | των | έγγαμων | των | έγγαμων |
αιτιατική | τους | έγγαμους | τις | έγγαμες | τα | έγγαμα |
κλητική | έγγαμοι | έγγαμες | έγγαμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έγγαμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔγγαμος[1] < (ἐν) έγ- + γάμος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈeŋ.ɣa.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έγ‐γα‐μος
Επίθετο
επεξεργασίαέγγαμος, -η, -ο
- (για πρόσωπα) παντρεμένος, νυμφευμένος
- που αναφέρεται στη συζυγική ζωή και σχέση
- ↪ έγγαμος βίος
Συνώνυμα
επεξεργασία- αποκατεστημένος
- συζευγμένος
- συνεζευγμένος
- στεφανωμένος (θρησκευτικά)
- ύπανδρος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ έγγαμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας