Δείτε επίσης: ἔγγαμος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έγγαμος η έγγαμη το έγγαμο
      γενική του έγγαμου της έγγαμης του έγγαμου
    αιτιατική τον έγγαμο την έγγαμη το έγγαμο
     κλητική έγγαμε έγγαμη έγγαμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έγγαμοι οι έγγαμες τα έγγαμα
      γενική των έγγαμων των έγγαμων των έγγαμων
    αιτιατική τους έγγαμους τις έγγαμες τα έγγαμα
     κλητική έγγαμοι έγγαμες έγγαμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
έγγαμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔγγαμος[1] < (ἐν) έγ- + γάμος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈeŋ.ɣa.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έγ‐γα‐μος

  Επίθετο

επεξεργασία

έγγαμος, -η, -ο

  1. (για πρόσωπα) παντρεμένος, νυμφευμένος
  2. που αναφέρεται στη συζυγική ζωή και σχέση
    έγγαμος βίος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία