↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποκατεστημένος η αποκατεστημένη το αποκατεστημένο
      γενική του αποκατεστημένου της αποκατεστημένης του αποκατεστημένου
    αιτιατική τον αποκατεστημένο την αποκατεστημένη το αποκατεστημένο
     κλητική αποκατεστημένε αποκατεστημένη αποκατεστημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποκατεστημένοι οι αποκατεστημένες τα αποκατεστημένα
      γενική των αποκατεστημένων των αποκατεστημένων των αποκατεστημένων
    αιτιατική τους αποκατεστημένους τις αποκατεστημένες τα αποκατεστημένα
     κλητική αποκατεστημένοι αποκατεστημένες αποκατεστημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία

αποκατεστημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποκαθιστώ

αποκατεστημένος, -η, -ο (και λιγότερο λόγια, αποκαταστημένος)

  1. που έχει αποκατασταθεί οικονομικά, που έχει οικονομική ευρωστία, άνεση, που δεν έχει οικονομικά προβλήματα
  2. (για γυναίκα, παρωχημένο) που έχει παντρευτεί, με την έννοια της οικονομικής αποκατάστασης αλλά και της κοινωνικής -δεν θεωρείτο πλέον περιθωριακή ως γεροντοκόρη, εντασσόταν στο κοινωνικό σύνολο και αποκαθίστατο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

αποκαθιστώ, αποκαθίσταμαι, αποκατασταίνω, αποκαταστημένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία