Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
περιθωριακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
περιθωριακ
ός
η
περιθωριακ
ή
το
περιθωριακ
ό
γενική
του
περιθωριακ
ού
της
περιθωριακ
ής
του
περιθωριακ
ού
αιτιατική
τον
περιθωριακ
ό
την
περιθωριακ
ή
το
περιθωριακ
ό
κλητική
περιθωριακ
έ
περιθωριακ
ή
περιθωριακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
περιθωριακ
οί
οι
περιθωριακ
ές
τα
περιθωριακ
ά
γενική
των
περιθωριακ
ών
των
περιθωριακ
ών
των
περιθωριακ
ών
αιτιατική
τους
περιθωριακ
ούς
τις
περιθωριακ
ές
τα
περιθωριακ
ά
κλητική
περιθωριακ
οί
περιθωριακ
ές
περιθωριακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
περιθωριακός
<
περιθώρι(ο)
+
-ακός
Επίθετο
επεξεργασία
περιθωριακός, -ή, -ό
που βρίσκεται στο (
κοινωνικό
)
περιθώριο
, γίνεται σ’ αυτό ή ανήκει σ’ αυτό
Συγγενικά
επεξεργασία
περιθωριακά
→
δείτε
τις λέξεις
περιθώριο
,
περί
και
θεωρώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
περιθωριακός
αγγλικά
:
marginal
(en)
γαλλικά
:
marginal
(fr)