περιθωριακά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπεριθωριακά < περιθωριακός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαπεριθωριακά
Μεταφράσεις
επεξεργασία περιθωριακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπεριθωριακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του περιθωριακό