γεροντοκόρη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
(μειωτικό)
γεροντοκόρη θηλυκό
- ώριμη γυναίκα που δεν έχει παντρευτεί (όχι απαραιτήτως ηλικιωμένη)
- (μεταφορικά) άνθρωπος γκρινιάρης και παράξενος
Επεξεργασία
- γεροντοκορίζω
- γεροντοκοριλίκι
- γεροντοκορισμός
- γεροντοκορίστικος
- γεροντοκόρος
- → δείτε τις λέξεις γέρος και κόρη