Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γεροντοκορισμός οι γεροντοκορισμοί
      γενική του γεροντοκορισμού των γεροντοκορισμών
    αιτιατική τον γεροντοκορισμό τους γεροντοκορισμούς
     κλητική γεροντοκορισμέ γεροντοκορισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεροντοκορισμός < γεροντοκόρη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γεροντοκορισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία