αποκατασταίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποκατασταίνω < μεσαιωνικό ρήμα ἀποκατασταίνω < ἀποκαθιστάνω < ἀποκαθίστημι
Ρήμα
επεξεργασίααποκατασταίνω και αποκαθιστώ μεσοπαθητικό αποκαθίσταμαι
- επαναφέρω κάποιον\κάτι κάτι στην προηγούμενη κατάστασή του, επανορθώνω ένα λάθος, μια αδικία διορθώνω μια βλάβη,
- Ο Κολοκοτρώνης αμνηστεύτηκε και αποκαταστάθηκε στα αξιώματά του το 1825
- Μετά την αθώωσή του αποκαταστάθηκε στα μάτια του κόσμου
- Αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις των δύο υπουργών ύστερα από παρέμβαση του πρωθυπουργού
- Αποκαταστάθηκε η βλάβη/η συγκοινωνία/το μνημείο/το κτήριο
- παντρεύω μια γυναίκα (παλιότερα), σήμερα χρησιμοποιείται ως αστεϊσμός και για τα δύο φύλα
- Πότε θα αποκαταστήσεις τον Παύλο; Δυο χρόνια τον έχεις εκτεθειμένο