Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ζωντοχήρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ζωντοχήρ
ος
οι
ζωντοχήρ
οι
γενική
του
ζωντοχήρ
ου
των
ζωντοχήρ
ων
αιτιατική
τον
ζωντοχήρ
ο
τους
ζωντοχήρ
ους
κλητική
ζωντοχήρ
ε
ζωντοχήρ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ζωντοχήρος
<
ζωντο-
(<
ζωντανός
) +
χήρος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ζωντοχήρος
αρσενικό
ο άντρας που έχει πάρει
διαζύγιο
, ο
διαζευγμένος
άντρας
Συγγενικά
επεξεργασία
ζωντοχήρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ζωντοχήρος
γαλλικά
:
divorcé
(fr)