Δείτε επίσης: χῆρος, χοίρος, χειρός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χήρος οι χήροι
      γενική του χήρου των χήρων
    αιτιατική τον χήρο τους χήρους
     κλητική χήρε χήροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χήρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χῆρος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈçi.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χή‐ρος
ομόηχο: χοίρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χήρος αρσενικό (θηλυκό χήρα)

  • ο άντρας του οποίου η σύζυγος έχει πεθάνει

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία