Ετυμολογία

επεξεργασία
veuf < λατινική vidua (χήρα) < viduus (κενός)

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
veuf veufs

veuf (fr) αρσενικό (θηλυκό veuve)