Δείτε επίσης: χειρός, χήρος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χῆρος < από το ουσιαστικό χήρα < από το επίθετο χῆρος, ,-α, -ον (ο στερημένος από κάτι, ο έρημος) < χωρίς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χῆρος αρσενικό

  • ο χήρος, εκείνος που πέθανε η γυναίκα του
Τιμονόη, χῆρον ἀνιᾶσθαι σὸν πόσιν Εὐθυμένη : Τιμονόη, που άφησες χήρο να θρηνεί τον σύζυγό σου Ευθυμένη (επίγραμμα)

  Επίθετο

επεξεργασία

χῆρος,α,ον

κατήφησεν δὲ Κυρήνη πᾶσα τὸν εὔτεκνον χῆρον ἰδοῦσα δόμον : έκλαψε όλη η Κυρήνη όταν είδε έρημο το σπιτικό που άλλοτε είχε ευλογηθεί με τόσο πολλά παιδιά (επίγραμμα)

Συγγενικά

επεξεργασία