Δείτε επίσης: χηρειά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χηρεία οι χηρείες
      γενική της χηρείας
    αιτιατική τη χηρεία τις χηρείες
     κλητική χηρεία χηρείες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χηρεία < λόγιο διαχρονικό δάνειο από την αρχαία ελληνική χηρεία. Συγκρίνετε με το λαϊκότροπο χηρειά

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /çiˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χη‐ρεί‐α
παρώνυμο: κυρία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χηρεία θηλυκό

  • η κατάσταση του άνδρα ή της γυναίκας που ο/η σύζυγος πέθανε

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

χηρεία < χηρε(ύω) + -ία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χηρεία θηλυκό

  1. η κατάσταση του ατόμου που ο/η σύζυγος πέθανε και που λόγω των πολέμων στην αρχαία Ελλάδα, αφορούσε πιο συχνά στη γυναίκα
    ※  εἰ δέ με δεῖ καὶ γυναικείας τι ἀρετῆς, ὅσαι νῦν ἐν χηρείᾳ ἔσονται (Ο Θουκιδίδης για τους νεκρούς του Πελοποννησιακού Πολέμου)
    ⮡  χηρείαις τὸν ἅπαντα χρόνον μείνασα (που δεν ξαναπαντρεύτηκε όταν χήρεψε)
  2. (μεταφορικά) η έλλειψη
    ⮡  διὰ χηρείαν ἐπιστήμης

Συγγενικά

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

χηρεία θηλυκό