χηρειά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χηρειά | οι | χηρειές |
γενική | της | χηρειάς | των | χηρειών |
αιτιατική | τη | χηρειά | τις | χηρειές |
κλητική | χηρειά | χηρειές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χηρειά < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική χηρεία με συνίζηση [1] Συγκρίνετε το χηρεία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /çiɾˈʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χηρ‐ειά
- παρώνυμο: χεριά
Ουσιαστικό επεξεργασία
χηρειά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) η κατάσταση του χήρου ή της χήρας
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χηρειά
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ χηρειά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας