Δείτε επίσης: χηρεία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χηρειά οι χηρειές
      γενική της χηρειάς των χηρειών
    αιτιατική τη χηρειά τις χηρειές
     κλητική χηρειά χηρειές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χηρειά < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική χηρεία με συνίζηση [1] Συγκρίνετε το χηρεία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /çiɾˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χηρ‐ειά
παρώνυμο: χεριά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χηρειά θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία