Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χηρεύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χηρεύω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /çiˈɾe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χη‐ρεύ‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

χηρεύω, αόρ.: χήρεψα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (αμετάβατο) μένω χήρος ή χήρα
  2. (αμετάβατο, για θέσεις, αξιώματα) μένω κενός, ακάλυπτος μέχρι να οριστεί νέος κάτοχος του τίτλου

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χηρεύω < χῆρ(ος) + -εύω

  Ρήμα επεξεργασία

χηρεύω

  1. (αμετάβατο) μένω κενός, στερούμαι
  2. (αμετάβατο) μένω χήρος ή χήρα (για γυναίκες, από την ελληνιστική εποχή, και για άνδρες)
  3. (μεταβατικό) αφήνω κάτι κενό, αποστερώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία