Ετυμολογία

επεξεργασία

χηρεύω, αόρ.: χήρεψα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (αμετάβατο) μένω χήρος ή χήρα
  2. (αμετάβατο, για θέσεις, αξιώματα) μένω κενός, ακάλυπτος μέχρι να οριστεί νέος κάτοχος του τίτλου

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία




Ετυμολογία

επεξεργασία
χηρεύω < χῆρ(ος) + -εύω

χηρεύω

  1. (αμετάβατο) μένω κενός, στερούμαι
  2. (αμετάβατο) μένω χήρος ή χήρα (για γυναίκες, από την ελληνιστική εποχή, και για άνδρες)
  3. (μεταβατικό) αφήνω κάτι κενό, αποστερώ

Συγγενικά

επεξεργασία