vacant
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
vacant (en)
- άδειος, κενός, μη κατειλημμένος
- there were no vacant rooms in the hotel
- κενός (που δεν δείχνει κάποιο σημάδι ενδιαφέροντος)
- a vacant stare
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vacant | vacants |
θηλυκό | vacante | vacantes |
vacant (fr)