χήρειος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
χήρειος < χηρεύω
Επίθετο επεξεργασία
χήρειος, α, ον ( & χηρήϊος,α,ον)
- που χηρεύει
- που έχει στερηθεί κάποιον, ορφανός, απροστάτευτος με τον άνδρα νεκρό
- χηρήϊος οἶκος
χήρειος < χηρεύω
χήρειος, α, ον ( & χηρήϊος,α,ον)