Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χήρειος < χηρεύω

  Επίθετο επεξεργασία

χήρειος, α, ον ( & χηρήϊος,α,ον)

  1. που χηρεύει
  2. που έχει στερηθεί κάποιον, ορφανός, απροστάτευτος με τον άνδρα νεκρό
    χηρήϊος οἶκος

Συγγενικά επεξεργασία