χήρη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχήρη θηλυκό
- ιωνικός τύπος του χήρα, της γυναίκας που έχασε τον σύζυγό της από φυσικά ή βίαια αίτια
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 725
- «ἆνερ, ἀπ’ αἰῶνος νέος ὤλεο, κὰδ δέ με χήρην | λείπεις ἐν μεγάροισι..
- «Άνδρα μου, νέος πέθανες, κι εμέν᾽ αφήνεις χήραν | στο σπίτι..
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- «ἆνερ, ἀπ’ αἰῶνος νέος ὤλεο, κὰδ δέ με χήρην | λείπεις ἐν μεγάροισι..
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 725