χηρόω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαχηρόω < χῆρος (ο στερημένος) < χωρίς
Ρήμα
επεξεργασίαχηρόω-χηρῶ
- καθιστώ έρημο ανδρών ένα τόπο, ένα χωριό, μια οικογένεια
- Πριάμου γαῖ᾽ ἐχήρωσ᾽ Ἑλλάδα (Ευριπίδης)
- Ἄργος ἀνδρῶν ἐχηρώθη
- κάνω μια γυναίκα χήρα
- στερώ, αποστερώ
- ἀελίου χήρωσεν αὐγάς : στέρησε τις αυγές τοη ήλιου, του στέρησε μέρες ζωής
- ζω στη χηρεία, ως συνώνυμο του χηρεύω