Ετυμολογία

επεξεργασία

χηρόω < χῆρος (ο στερημένος) < χωρίς

χηρόω-χηρῶ

  1. καθιστώ έρημο ανδρών ένα τόπο, ένα χωριό, μια οικογένεια
    Πριάμου γαῖ᾽ ἐχήρωσ᾽ Ἑλλάδα (Ευριπίδης)
    Ἄργος ἀνδρῶν ἐχηρώθη
  2. κάνω μια γυναίκα χήρα
  3. στερώ, αποστερώ
    ἀελίου χήρωσεν αὐγάς : στέρησε τις αυγές τοη ήλιου, του στέρησε μέρες ζωής
  4. ζω στη χηρεία, ως συνώνυμο του χηρεύω


Συγγενικά

επεξεργασία