ζωντοχήρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζωντοχήρα | οι | ζωντοχήρες |
γενική | της | ζωντοχήρας | — | |
αιτιατική | τη | ζωντοχήρα | τις | ζωντοχήρες |
κλητική | ζωντοχήρα | ζωντοχήρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zon.doˈçi.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζω‐ντο‐χή‐ρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζωντοχήρα θηλυκό
- η γυναίκα που έχει πάρει διαζύγιο, η διαζευγμένη γυναίκα
- ※ Όταν μείνεις χήρα, χήρα ζωντοχήρα,
τότε θα κλαις, θα λιώνεις, θα πονάς,
θα μετανοήσεις και θα με ζητήσεις,
πανούργα να δεις το κεφαλάκι σου θα φας.- Απόσπασμα στίχων από το ρεμπέτικο τραγούδι Χήρα ζωντοχήρα, (1948) πρώτη εκτέλεση: Σωτηρία Μπέλλου & Στελλάκης Περπινιάδης, στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης, Μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης, album: 78 στροφές.
- ※ Αυτόν που ήθελες μανούλα μου τον πήρα
αυτόν που ήθελες μανούλα μου γλυκιά.
Μα βλέπω γρήγορα θα μείνω ζωντοχήρα
γιατί το ξέρεις έχω άλλον στην καρδιά.- Απόσπασμα στίχων από το ζεϊμπέκικο τραγούδι Έκανα πέτρα την καρδιά , (1961) πρώτη εκτέλεση: Μαίρη Λίντα, στίχοι: Μανώλης Χιώτης, Μουσική: Μανώλης Χιώτης.
- ※ Όταν μείνεις χήρα, χήρα ζωντοχήρα,