γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό marital maritals
θηλυκό maritale maritales

  Επίθετο

επεξεργασία

marital (fr)

  1. σχετικός με τον σύζυγο, με τον άντρα
    autorisation maritale - άδεια/συναίνεση του συζύγου
  2. έγγαμος
    vie maritale - έγγαμος βίος

Συγγενικά

επεξεργασία