marital
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | marital | maritals |
θηλυκό | maritale | maritales |
Επίθετο
επεξεργασίαmarital (fr)
- σχετικός με τον σύζυγο, με τον άντρα
- autorisation maritale - άδεια/συναίνεση του συζύγου
- έγγαμος
- vie maritale - έγγαμος βίος