Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαμιστερός η γαμιστερή το γαμιστερό
      γενική του γαμιστερού της γαμιστερής του γαμιστερού
    αιτιατική τον γαμιστερό τη γαμιστερή το γαμιστερό
     κλητική γαμιστερέ γαμιστερή γαμιστερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαμιστεροί οι γαμιστερές τα γαμιστερά
      γενική των γαμιστερών των γαμιστερών των γαμιστερών
    αιτιατική τους γαμιστερούς τις γαμιστερές τα γαμιστερά
     κλητική γαμιστεροί γαμιστερές γαμιστερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαμιστερός < γαμώ + -τερός

  Επίθετο επεξεργασία

γαμιστερός

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη γαμώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία