Δείτε επίσης: -τερος
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -τερός η -τερή το -τερό
      γενική του -τερού της -τερής του -τερού
    αιτιατική τον -τερό τη(ν) -τερή το -τερό
     κλητική -τερέ -τερή -τερό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -τεροί οι -τερές τα -τερά
      γενική των -τερών των -τερών των -τερών
    αιτιατική τους -τερούς τις -τερές τα -τερά
     κλητική -τεροί -τερές -τερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
-τερός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -τερός, επέκταση του -ερός για θέματα σε -τ- [1]

-τερός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία