Δείτε επίσης: -τερος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -τερός η -τερή το -τερό
      γενική του -τερού της -τερής του -τερού
    αιτιατική τον -τερό τη(ν) -τερή το -τερό
     κλητική -τερέ -τερή -τερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -τεροί οι -τερές τα -τερά
      γενική των -τερών των -τερών των -τερών
    αιτιατική τους -τερούς τις -τερές τα -τερά
     κλητική -τεροί -τερές -τερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-τερός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -τερός, επέκταση του -ερός για θέματα σε -τ- [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /teˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -τε‐ρός

  Επίθημα

επεξεργασία

-τερός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
-τερός < επέκταση του -ερός για θέματα σε -τ- [1]

  Επίθημα

επεξεργασία

-τερός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία