λυπητερός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λυπητερός < μεσαιωνική ελληνική λυπητερός < λυπῶ, λυπη- + -τερός < {{αρχ|λυπέω} / λυπῶ < λύπη.[1] Συγκρίνετε με το λυπηρός.
Επίθετο
επεξεργασίαλυπητερός
Παράγωγα
επεξεργασία- λυπητερά (επίρρημα)
- λυπητεράδα
- λυπητερή
- συχαρολυπητερός
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη λύπη
Μεταφράσεις
επεξεργασία λυπητερός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λυπητερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- λυπητερός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].