Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λυπητερή οι λυπητερές
      γενική της λυπητερής των λυπητερών
    αιτιατική τη λυπητερή τις λυπητερές
     κλητική λυπητερή λυπητερές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λυπητερή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου λυπητερός < μεσαιωνική ελληνική λυπητερός < αρχαία ελληνική λυπέω / λυπῶ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λυπητερή θηλυκό

Σημειώσεις επεξεργασία

  • συνήθως μόνο στον ενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

λυπητερή

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία