Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονογαμικός η μονογαμική το μονογαμικό
      γενική του μονογαμικού της μονογαμικής του μονογαμικού
    αιτιατική τον μονογαμικό τη μονογαμική το μονογαμικό
     κλητική μονογαμικέ μονογαμική μονογαμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονογαμικοί οι μονογαμικές τα μονογαμικά
      γενική των μονογαμικών των μονογαμικών των μονογαμικών
    αιτιατική τους μονογαμικούς τις μονογαμικές τα μονογαμικά
     κλητική μονογαμικοί μονογαμικές μονογαμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονογαμικός < μονογαμία + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

μονογαμικός

  1. (κοινωνιολογία): που απαγορεύει την παράλληλη σύναψη γάμου με περισσότερα από ένα άτομα
    μονογαμικές κοινωνίες
  2. (βιολογία), (ζωολογία): ο ερωτικός σύντροφος που ζευγαρώνει με ένα μόνο άτομο, που παρατηρείται ιδιαίτερα σε πουλιά π.χ. κύκνους, περιστέρια, χελιδόνια κ.λπ.
  3. (για άτομο) που δεν συνάπτει ταυτοχρόνως περισσότερες από μία σεξουαλικές σχέσεις

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία