Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξώγαμος η εξώγαμη το εξώγαμο
      γενική του εξώγαμου της εξώγαμης του εξώγαμου
    αιτιατική τον εξώγαμο την εξώγαμη το εξώγαμο
     κλητική εξώγαμε εξώγαμη εξώγαμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξώγαμοι οι εξώγαμες τα εξώγαμα
      γενική των εξώγαμων των εξώγαμων των εξώγαμων
    αιτιατική τους εξώγαμους τις εξώγαμες τα εξώγαμα
     κλητική εξώγαμοι εξώγαμες εξώγαμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξώγαμος < έξω + γάμος

  Επίθετο επεξεργασία

εξώγαμος, -η, -ο

  1. (κοινωνιολογία): αυτός, -ή, -ό που προέρχεται ή αναφέρεται σε εξωγαμία
  2. (για σεξουαλική σχέση ή επαφή) που συμβαίνει εκτός γάμου
    εξώγαμη σχέση, εξώγαμη συνουσία
  3. (για παιδί) που γεννιέται εκτός γάμου
    εξώγαμο τέκνο
  4. (για περιουσία) που αποκτάται εκτός γάμου
    εξώγαμο απόκτημα

  Μεταφράσεις επεξεργασία