εξώγαμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εξώγαμος | η | εξώγαμη | το | εξώγαμο |
γενική | του | εξώγαμου | της | εξώγαμης | του | εξώγαμου |
αιτιατική | τον | εξώγαμο | την | εξώγαμη | το | εξώγαμο |
κλητική | εξώγαμε | εξώγαμη | εξώγαμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εξώγαμοι | οι | εξώγαμες | τα | εξώγαμα |
γενική | των | εξώγαμων | των | εξώγαμων | των | εξώγαμων |
αιτιατική | τους | εξώγαμους | τις | εξώγαμες | τα | εξώγαμα |
κλητική | εξώγαμοι | εξώγαμες | εξώγαμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαεξώγαμος, -η, -ο
- (κοινωνιολογία): αυτός, -ή, -ό που προέρχεται ή αναφέρεται σε εξωγαμία
- (για σεξουαλική σχέση ή επαφή) που συμβαίνει εκτός γάμου
- εξώγαμη σχέση, εξώγαμη συνουσία
- (για παιδί) που γεννιέται εκτός γάμου
- (για περιουσία) που αποκτάται εκτός γάμου
- εξώγαμο απόκτημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξώγαμος
για παιδί