παραθετικά
θετικός illegitimate
συγκριτικός more illegitimate
υπερθετικός most illegitimate

  Ετυμολογία

επεξεργασία
illegitimate < il- + legitimate

  Επίθετο

επεξεργασία

illegitimate (en)

  1. νόθος, εξώγαμος, που γεννιέται από γονείς που δεν είναι παντρεμένοι
    ⮡  an illegitimate child - νόθο παιδί
  2. (επίσημο) αθέμιτος, παράνομος
    ⮡  He used legitimate and illegitimate means in his climb to the prime minster’s office.
    Χρησιμοποίησε θεμιτά και αθέμιτα μέσα για την αναρρίχησή του στον πρωθυπουργικό θώκο.