παραθετικά
θετικός legitimate
συγκριτικός more legitimate
υπερθετικός most legitimate

  Επίθετο

επεξεργασία

legitimate (en)

  1. εύλογος
    ⮡  a legitimate question - εύλογη απορία
    ⮡  a legitimate explanation - εύλογη εξήγηση
  2. νόμιμος, θεμιτός
    ⮡  He used legitimate and illegitimate means in his climb to the prime minster’s office.
    Χρησιμοποίησε θεμιτά και αθέμιτα μέσα για την αναρρίχησή του στον πρωθυπουργικό θώκο.