legitimate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | legitimate |
συγκριτικός | more legitimate |
υπερθετικός | most legitimate |
Επίθετο
επεξεργασίαlegitimate (en)
- εύλογος
- ⮡ a legitimate question - εύλογη απορία
- ⮡ a legitimate explanation - εύλογη εξήγηση
- νόμιμος, θεμιτός
- ⮡ He used legitimate and illegitimate means in his climb to the prime minster’s office.
- Χρησιμοποίησε θεμιτά και αθέμιτα μέσα για την αναρρίχησή του στον πρωθυπουργικό θώκο.
- ⮡ He used legitimate and illegitimate means in his climb to the prime minster’s office.