Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

extramarital < extra- + marital

  Επίθετο επεξεργασία

extramarital (en) (χωρίς παραθετικά)

  • εξώγαμος, που συμβαίνει εκτός γάμου
    an extramarital affair - εξώγαμη σχέση
    extramarital intercourse - εξώγαμη συνουσία

  Πηγές επεξεργασία