extramarital
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαextramarital (en) (χωρίς παραθετικά)
- εξώγαμος, που συμβαίνει εκτός γάμου
- ⮡ an extramarital affair - εξώγαμη σχέση
- ⮡ extramarital intercourse - εξώγαμη συνουσία
extramarital (en) (χωρίς παραθετικά)