δίγαμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δίγαμος | η | δίγαμη | το | δίγαμο |
γενική | του | δίγαμου | της | δίγαμης | του | δίγαμου |
αιτιατική | τον | δίγαμο | τη | δίγαμη | το | δίγαμο |
κλητική | δίγαμε | δίγαμη | δίγαμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δίγαμοι | οι | δίγαμες | τα | δίγαμα |
γενική | των | δίγαμων | των | δίγαμων | των | δίγαμων |
αιτιατική | τους | δίγαμους | τις | δίγαμες | τα | δίγαμα |
κλητική | δίγαμοι | δίγαμες | δίγαμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δίγαμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δίγαμος[1] < (δίς) δί- + γάμος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈði.ɣa.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐γα‐μος
Επίθετο επεξεργασία
δίγαμος, -η, -ο
- που έχει κάνει δεύτερο γάμο χωρίς να έχει διαλυθεί ο προηγούμενος (λόγω χηρείας ή χωρισμού)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις δις και γάμος
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ δίγαμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | δίγαμος | τὸ | δίγαμον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | διγάμου | τοῦ | διγάμου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | διγάμῳ | τῷ | διγάμῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | δίγαμον | τὸ | δίγαμον | ||
κλητική ὦ! | δίγαμε | δίγαμον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | δίγαμοι | τὰ | δίγαμᾰ | ||
γενική | τῶν | διγάμων | τῶν | διγάμων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | διγάμοις | τοῖς | διγάμοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | διγάμους | τὰ | δίγαμᾰ | ||
κλητική ὦ! | δίγαμοι | δίγαμᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διγάμω | τὼ | διγάμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διγάμοιν | τοῖν | διγάμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δίγαμος (ελληνιστική κοινή) < (δίς) δί- + αρχαία ελληνική γάμ(ος) + -ος
Επίθετο επεξεργασία
δίγαμος, -ος, -ον
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη γάμος
Πηγές επεξεργασία
- δίγαμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.