Δείτε επίσης: δίγαμμος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίγαμος η δίγαμη το δίγαμο
      γενική του δίγαμου της δίγαμης του δίγαμου
    αιτιατική τον δίγαμο τη δίγαμη το δίγαμο
     κλητική δίγαμε δίγαμη δίγαμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίγαμοι οι δίγαμες τα δίγαμα
      γενική των δίγαμων των δίγαμων των δίγαμων
    αιτιατική τους δίγαμους τις δίγαμες τα δίγαμα
     κλητική δίγαμοι δίγαμες δίγαμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίγαμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δίγαμος[1] < (δίς) δί- + γάμος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈði.ɣa.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δί‐γα‐μος

  Επίθετο επεξεργασία

δίγαμος, -η, -ο

  • που έχει κάνει δεύτερο γάμο χωρίς να έχει διαλυθεί ο προηγούμενος (λόγω χηρείας ή χωρισμού)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις δις και γάμος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δίγαμος τὸ δίγαμον
      γενική τοῦ/τῆς διγάμου τοῦ διγάμου
      δοτική τῷ/τῇ διγάμ τῷ διγάμ
    αιτιατική τὸν/τὴν δίγαμον τὸ δίγαμον
     κλητική ! δίγαμε δίγαμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δίγαμοι τὰ δίγαμ
      γενική τῶν διγάμων τῶν διγάμων
      δοτική τοῖς/ταῖς διγάμοις τοῖς διγάμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς διγάμους τὰ δίγαμ
     κλητική ! δίγαμοι δίγαμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διγάμω τὼ διγάμω
      γεν-δοτ τοῖν διγάμοιν τοῖν διγάμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίγαμος (ελληνιστική κοινή) < (δίς) δί- + αρχαία ελληνική γάμ(ος) + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

δίγαμος, -ος, -ον

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη γάμος

  Πηγές επεξεργασία