hop
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- hop < (κληρονομημένο) μέση αγγλική hoppen < αγγλοσαξονική hoppien
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
hop | hops |
hop (en)
- μικρό πήδημα, πηδηματάκι
- (δίκτυο υπολογιστών) το πέρασμα ενός πακέτου δεδομένων (packet) μέσω μιάς συσκευής δικτύου (network hardware)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | hop |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hops |
αόριστος | hopped |
παθητική μετοχή | hopped |
ενεργητική μετοχή | hopping |
hop (en)
Εκφράσεις επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επιφώνημα επεξεργασία
hop (fr)!
- χοπ!
Τουρκικά (tr) επεξεργασία
- hop > (ηχομιμητική λέξη)
Επιφώνημα επεξεργασία
hop (fr)!