Ετυμολογία

επεξεργασία
hop < (κληρονομημένο) μέση αγγλική hoppen < αγγλοσαξονική hoppien

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hop hops

hop (en)

  1. μικρό πήδημα, πηδηματάκι
  2. (δίκτυο υπολογιστών) το πέρασμα ενός πακέτου δεδομένων (packet) μέσω μιάς συσκευής δικτύου (network hardware)
ενεστώτας hop
γ΄ ενικό ενεστώτα hops
αόριστος hopped
παθητική μετοχή hopped
ενεργητική μετοχή hopping

hop (en)

Εκφράσεις

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επιφώνημα

επεξεργασία

hop (fr)!



hop > (ηχομιμητική λέξη)

  Επιφώνημα

επεξεργασία

hop (fr)!

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αλλόγλωσσα παράγωγα

επεξεργασία