βούτημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βούτημα < βουτώ + -μα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική mouillette)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβούτημα ουδέτερο
- (γαστρονομία) γλύκισμα ή άλλο παρασκεύασμα που τρώγεται μαζί με καφέ, τσάι, κ.ά. - συνήθως βουτώντας το μέσα στο φλιτζάνι (π.χ. κουλουράκι, κριτσίνι, κ.ά.)
Συγγενικά
επεξεργασία- βουτηματάκι
- → δείτε τη λέξη βουτώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία βούτημα