Δείτε επίσης: βούτηγμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βούτημα τα βουτήματα
      γενική του βουτήματος των βουτημάτων
    αιτιατική το βούτημα τα βουτήματα
     κλητική βούτημα βουτήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
βουτήματα

  Ετυμολογία επεξεργασία

βούτημα < βουτώ + -μα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική mouillette)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βούτημα ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία